ο
ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων με ακανόνιστο όστρακο, συχνά υποκυλινδρικό, που ανήκει στην οικογένεια traperiidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coralliophagus < corallio- (πρβλ. κοράλλιο) + -phagus (πρβλ. -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' ἔ-φαγ-ον του ρ. ἐσθίω)].