κορσές

Greek Monolingual

ο
1. πλατύς ελαστικός ζωστήρας που περιβάλλει στενά τη μέση, την κοιλιά ή και μέρος του θώρακα και φοριέται για λόγους κομψότητας ή υγείας
2. φρ. «μού έγινες στενός κορσές» — έχεις γίνει πολύ φορτικός, μέ πιέζεις πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. corset].