κορυδαλλίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = κορυδός (lark).

Greek Monotonic

κορῠδαλλίς: -ίδος, ἡ και κορῠδαλλός, ὁ, = το επόμ., σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυδαλλίς -ίδος, ἡ en κορυδαλλός -οῦ, ὁ [~ κορυδός] leeuwerik (vogel).

German (Pape)

ίδος, ἡ, = κορυδαλλός, Theocr. 7.23; über die Schreibung, s. Arcad. p. 31.18, 54.11.

Russian (Dvoretsky)

κορῠδαλλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Theocr. = κορυδαλλός.

Middle Liddell

κορῠδαλλίς, ίδος = κορῠδός, Theocr.]