κορυδός
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ἡ, (κόρυς)
A lark, esp. crested lark, Alauda cristata, Ar.Av. 472, al. (on the accent v. Hdn.Gr.1.143):—also κόρυδος, ὁ, Pl.Com. 266, Pl.Euthd.291b, Arist.HA559a2, 614a33: prov., κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται = in the land of the blind, the one-eyed man is king, in the country of the blind, the one-eyed man is king, in the valley of the blind, the one-eyed man is king, Eust. 1072.40.—Other forms are: κορυδών, ῶνος, ὁ, Arist.HA609a7; κορυδαλλή, ἡ, Epich.45; κορυδαλλίς, ίδος, ἡ, πάσαισιν κορυδαλλίσιν χρὴ λόφον ἐγγενέσθαι Simon.68, cf. Theoc.7.23; κορυδαλλός, ὁ, Id.10.50, Babr.72.20; κορύδαλος, Arist.HA617b20, 633b1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. κορυδαλλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυδός -οῦ, ὁ en κόρυδος -ου, ὁ [~ κόρυς] leeuwerik (vogel).
Russian (Dvoretsky)
κορῠδός: или κόρῠδος ὁ и ἡ Plat., Arst. = κορυδαλλός.
Greek Monotonic
κορῠδός: ἡ (κόρυς), κορυδαλλός με λοφίο, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠδός: ἡ, (κόρυς) πτηνὸν ἔχον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἀνεστηκότα πτερὰ ὡς λόφον, κοινῶς «τσουτσουλιάνος», (ἐν Πανόρμῳ τῆς Κυζίκου ὀνομάζεται «κουρτσουλιός»), Alauda cristata, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, 472, 476, 1295· ὡσαύτως κόρῠδος, ὁ, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 31, Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β, Ἀρ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1. 5., 9. 8, 12, κ. ἀλλ. ― Ἔχομεν ὡσαύτως τοὺς τύπους κορυδών, ῶνος, ὁ, αὐτόθ. 9. 1. 13· κορυδαλλή, ἡ, Ἐπίχ. 25 Ahr.· κορυδαλλίς, ίδος, ἡ, πάσαισιν κορυδαλλίσιν χρὴ λόφον ἐγγενέσθαι Σιμωνίδ. 67, πρβλ. Θεόκρ. 7. 23· καὶ κορυδαλλός, ὁ, Θεόκρ. 10. 50, ἢ κορύδαλος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10, κ. ἀλλ. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 338. Πρβλ. ἐπιτυμβίδιος. ― Κατὰ Θωμᾶν Μάγιστρ. σ. 549· «κόρυδος καὶ κορυδαλὸς καὶ κορυδαλὶς τὸ στρουθίον τὸ ἔχον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἀνεστηκότα πτερὰ ὥσπερ λόφον· ἔστι δὲ τὸ μὲν κόρυδος Ἀττικόν»· Πλούταρχος ἐν τῷ περὶ ἀδολεσχίας, (σ. 507Ε), «κόρυδος ὦπται πετόμενος»· τὸ δὲ κορυδαλὸς κοινόν, εἰ καὶ Εὔβουλος χρῆται· ἔστι δὲ καὶ Κορυδαλὸς δῆμος Ἀθήνησι, τὸ δὲ κορυδαλὶς ποιητικὸν ὡς Θεόκριτος (7. 23) «ἐπιτυμβίδιοι κορυδαλίδες».