κορυφογραμμή

Greek Monolingual

η
η νοητή γραμμή που διέρχεται από όλες τις διαδοχικές κορυφές ή τους αυχένες, ή και από τα δύο, ενός όρους και κατέρχεται προς τα άκρα του, αλλ. υδροκρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + γραμμή. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Τιμολέοντα Βάσσο].