κορύνησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, putting forth of knobby buds, Thphr. HP 3.5.1, Phan.Hist.25, Arr.Fr. 24 J.

Greek (Liddell-Scott)

κορύνησις: -εως, ἡ, (κορυνάω) βλάστησις κορυνοειδοῦς βλαστοῦ ἢ κάλυκος, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 5. 1, Φανίας παρ’ Ἀθην. 61F.

Greek Monolingual

κορύνησις, ἡ (Α) κορυνώ
η βλάστηση κορυνοειδούς βλαστού ή κάλυκα άνθους.

German (Pape)

ἡ, das Treiben kolbiger Sprossen od. Blütenknospen, Theophr.; σπερματική, Phani. bei Ath. II.61e.