κορυνώ

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

Greek Monolingual

κορυνῶ, -άω και κορυνιῶ, -άω (Α) κορύνη
(για φυτά) βγάζω κορυνοειδείς βλαστούς ή κάλυκες άνθους.