κοσμάκης

Greek Monolingual

ο
1. το σύνολο τών απλών ανθρώπων, οι φτωχότερες κοινωνικές τάξεις
2. φρ. «κόσμος και κοσμάκης» — πλήθος ανθρώπων κάθε τάξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος + υποκορ. κατάλ. -άκης (πρβλ. πατεράκης). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].