κοσμηματοθήκη

Greek Monolingual

η
ειδικό σκεύος για φύλαξη κοσμημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάννη Βαρελά].