κοσμοθεωρία

Greek Monolingual

η
φιλοσοφική θεωρία για τον κόσμο και τους γενικούς νόμους που τον διέπουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + θεωρία. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Weltanschauung].