κοτυληδονώδης

English (LSJ)

ες, of the nature of a κοτυληδών, warty, ἐξοχή, ἔκφυσις, Gal.2.905.

Greek (Liddell-Scott)

κοτυληδονώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κοτυληδόνα, ἐξοχήν, ἔκφυσιν Γαλην. 2. 905., 4. 282.

Greek Monolingual

ες (Α κοτυληδονώδης, -ώδες) κοτυληδών
1. αυτός που μοιάζει με κοτυληδόνα
2. γεμάτος κοτυληδόνες.

German (Pape)

ες, wie ein Saugnäpfchen od. eine Warze, Galen.