Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κουλαίνω
Greek Monolingual
και κουλλαίνω κουλός 1.κάνω κάποιον κουλό, ανάπηρο στα χέρια («κουλάθηκε στον πόλεμο») 2.χτυπώ το χέρι κάποιου και τον κάνω να παραλύσει από τον πόνο («του έριξε το βιβλίοπάνω στο χέρι και τον κούλανε»).