κουμπαράς

Greek Monolingual

ο
μικρό δοχείο με στενή οπή στην οποία ρίχνονται χρήματα για αποταμίευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kumbara «όλμος» και «κουμπαράς» (από το σχήμα του)].