αποταμίευση
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
Greek Monolingual
η
μέρος των χρηματικών διαθεσίμων των ιδιωτών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, που δεν προορίζονται για δαπάνες κατανάλωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποταμιεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].