κουράδι

Greek Monolingual

(I)
το (Μ κουράδιον)
συμπαγές κόπρανο, στερεό αποπάτημα, περίττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρ-άδιον (υποκορ. του σκώρ, σκατός), με σίγηση του αρκτικού σ- και κώφωση].
(II)
το (Μ κουράδιον και κουράδι[ν])
(σημερ. μόνο στην Κρήτη) κοπάδι αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κουρά «κούρεμα» + -άδι(ον)
κατ' άλλους η λ. είναι ιταλ. προελεύσεως].