κουρδιστήρι
Greek Monolingual
και κουρντιστήρι, το κουρδίζω
1. όργανο για το κούρδισμα μουσικών οργάνων
2. ειδικό συστρεφόμενο εξάρτημα που χρησιμεύει για τη συσπείρωση του ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανής εφοδιασμένης με ελατήριο.
και κουρντιστήρι, το κουρδίζω
1. όργανο για το κούρδισμα μουσικών οργάνων
2. ειδικό συστρεφόμενο εξάρτημα που χρησιμεύει για τη συσπείρωση του ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανής εφοδιασμένης με ελατήριο.