και κουρντίνα και κορτίνα, η (Μ κουρτίνα και κουρντίνα και κορτίνα)νεοελλ.ύφασμα που κρεμιέται μπροστά σε παράθυρο ή σε πόρτα, παραπέτασμα, στόριμσν.ο μεταξύ δύο πύργων θώρακας του τείχους.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρτίνα < κορτίνα < λατ. cortina].