η (Μ κουταλέα)το περιεχόμενο ενός κουταλιού, όσο χωράει ένα κουτάλινεοελλ.παροιμ. «πνίγεται σε μια κουταλιά νερό» — δεν είναι ικανός να αντιμετωπίσει και την πιο μικρή δυσχέρεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτάλι + επίθημα -έα, απ' όπου με συνίζηση -ιά].