κουτσαίνω
Greek Monolingual
(Μ κουτσαίνω) κουτσός
1. βαδίζω ελαττωματικά λόγω βλάβης στα πόδια, χωλαίνω
2. μτφ. υστερώ σε κάτι, δεν προχωρώ κανονικά
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον κουτσό με χτύπημα στα πόδια
2. παροιμ. «οπού έχει γείτονα κουτσόν, θα μάθει να κουτσαίνει» — οι κακές συναναστροφές κάνουν μεγάλο κακό στον άνθρωπο.