κοχλιοτόμος

Greek Monolingual

και κοχλιοτομέας, ο
εργαλείο που διανοίγει εξωτερικά σπειρώματα, συνήθως ακριβείας, ελικοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. πτερυγοτόμος, σπογγοτόμος.