κοχλιωτός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. συνδεδεμένος με κοχλία, βιδωτός
2. αυτός που έχει σχήμα κοχλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κατάλ. -ωτός (πρβλ. θολωτός, ορκωτός)].