ορκωτός
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὁρκωτός, -ή, -όν) ορκώ
1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί, ο ένορκος
2. αυτός που έχει γίνει με όρκο
νεοελλ.
φρ. α) «ορκωτό δικαστήριο» — δικαστήριο από λαϊκούς δικαστές οι οποίοι ορκίζονται προτού αναλάβουν τα καθήκοντά τους για την ενσυνείδητη εκτέλεση της αποστολής τους
β) «ορκωτοί λογιστές» — ειδικοί επαγγελματίες λογιστές αναγνωρισμένοι από την πολιτεία και τις οικείες λογιστικές οργανώσεις να ασκούν αντικειμενικό και ανεπηρέαστο έλεγχο ή πραγματογνωμοσύνη στα λογιστικά βιβλία, στοιχεία και καταστάσεις και, γενικά, στη διαχείριση και οικονομική κατάσταση τών πάσης φύσεως οικονομικών μονάδων.