κοχλιώδης

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
en forme de limaçon, roulé en spirale.
Étymologie: κοχλίας, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλιώδης: -ες, = κοχλιοειδής, Παλαίφ. 52. 1· ἐπὶ τοῦ ὠτός, Πλούτ. 2. 901F.

Greek Monolingual

-ες (Α κοχλιώδης, ῶδες)
κοχλιοειδής, ελικοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κατάλ. -ώδης].

German (Pape)

ες, = κοχλιοειδής ; vom Ohre, Plut. plac.phil. 4.16.