ελικοειδής

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἑλικοειδής, Α και εἱλικοειδής)
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με έλικα.