Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κοψονούρης
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοψονούρα (Μ κοψόουρος) αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης, κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ.<κοψ(ο)- + ευφωνικό -ν- + -ούρης (<ουρά) ή + -νούρης<νουρά που προέκυψε από την αιτ. εν. την ουρά > νουρά (πρβλ. κουτσό-ν-ούρης)].