κοψονούρης

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοψονούρα (Μ κοψόουρος)
αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης, κολοβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + ευφωνικό -ν- + -ούρης (< ουρά) ή + -νούρης < νουρά που προέκυψε από την αιτ. εν. την ουρά > νουρά (πρβλ. κουτσό-ν-ούρης)].