κοόρτις
English (LSJ)
ιος, ἡ, the Roman cohors, Plb.11.23.1, 11.33.1, etc.
German (Pape)
[Seite 1482] ιος, ἡ, die röm. cohors, Pol. 11, 23, 1. 33, 1.
Russian (Dvoretsky)
κοόρτις: ιος ἡ (лат. cohors) (римская) когорта Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
κοόρτις: -ιδος, ἡ, ἡ παρὰ Ρωμαίοις cohors, σύνταγμα πεζῶν στρατιωτῶν ἐκ τριῶν σπειρῶν, ἤτοι ἓξ λόχων, ἦτο δὲ ἡ κοόρτις τὸ δέκατον τῆς λεγεῶνος, Πολύβ. 11. 23, 1., 11. 33, 1, Ἐπιγραφ.
Greek Monolingual
-ιος και -εως, η (Α κοόρτις, -ιος)
τμήμα στρατού από τρεις σπείρες, που αποτελούσε τη βασική μονάδα, δηλαδή το ένα δέκατο, της ρωμαϊκής λεγεώνας
νεοελλ.
βιολ. σύνολο ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει μαζί το ίδιο δημογραφικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cohors-tis].