σύνταγμα

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνταγμα Medium diacritics: σύνταγμα Low diacritics: σύνταγμα Capitals: ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Transliteration A: sýntagma Transliteration B: syntagma Transliteration C: syntagma Beta Code: su/ntagma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is put together in order:
1 body of troops drawn up in order, τὸ σ. τῶν συμμάχων their contingent, X. HG3.4.2, cf. 5.2.20; σ. ἱππέων corps of cavalry, Plb.9.3.9; τὸ σ. τῶν πεζῶν, = Lat. cohors, Id.11.23.1: metaph., τὸ σ. τῶν οἰμωξομένων the whole army of them, Luc.Tim.58.
b double τάξις or battalion, Ascl.Tact.2.8.
2 the constitution of a state, σ. πολιτείας a form of constitution, Isoc.7.28, 12.151; τὸ Λακωνικὸν κατάστημα καὶ σ. Plb. 6.50.2; σ. τῆς πολιτείας τρία three classes or orders of men in the state, D.S.1.74.
3 arrangement of musical notes, scale or mode, συντάγματα τὰ μὲν Δώρια τὰ δὲ Φρύγια καλοῦσιν Arist.Pol.1290a22; μουσικῷ σ. CIG2722 (Stratonicea).
4 treatise, work, book, D.S. 1.3, Plu.2.1036c, Gal.15.490, etc.; body of doctrine, Plu.Num.22 (pl.).
5 = σύνταξις II.3, Aeschin.3.95,97.
6 = σύνταξις II.2, μάχαι αἱ κατὰ σ. battles by arrangement, i.e. matches, Ephor. 149J.
7 a word in a grammatical construction, syntactical element, A.D.Adv.122.17.

German (Pape)

[Seite 1032] τό, das Zusammengeordnete, -gestellte; bes. – a) ἱππέων, ὁπλιτῶν, geordnete Abtheilungen von Reitern, von Schwerbewaffneten, Pol. 9, 3, 9. 11, 23, 1 u. öfter; vgl. Xen. Hell. 3, 4, 2; u. ohne bes. Zusatz, ein geordnetes Heer, eine in Schlachtordnung gestellte Heerschaar, D. Sic. 15, 86, s. Schaef. D. Hal. C. V. p. 250; vgl. Aesch. 3, 95 mit σύνταξις. – b) Staatseinrichtung, Staatsverfassung, τῆς πολιτείας, Isocr. 7, 28; Pol. 6, 50, 2, mit κατάστημα vrbdn. – c) eine Sammlung mehrerer zusammengestellter Schriften von. verwandtem Inhalt, u. übh. ein Schriftwerk, Buch, bes. insofern es ein Werk gelehrtes Sammlerfleißes ist.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. en parl. de pers.
1 corps de troupes, contingent;
2 troupe d'hommes en gén.
II. en parl. de choses;
1 composition, ouvrage ; doctrine;
2 constitution politique;
3 contribution, taxe.
Étymologie: συντάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνταγμα -ατος, τό [συντάττω] rangschikking, ordening, milit.:; συντάγματα στρατιωτικά legerafdelingen Plut. Rom. 13.1; overdr.: τὸ σύνταγμα τῶν οἰμωξομένων het leger van lieden die gaan jammeren Luc. 25.58. opstel, verhandeling:. ἐν τῷ περὶ ψυχῆς συντάγματι in de verhandeling over de ziel Plut. Cam. 22.3. toonsoort. Aristot. Pol. 1290a22.

Russian (Dvoretsky)

σύνταγμα: ατος τό
1 строй, устройство (πολιτείας Isocr., Luc.);
2 синтагма, войсковая часть, отряд, корпус (τῶν συμμάχων Xen.; ἱππέων Polyb.): τὸ σ. τῶν πεζῶν Polyb. (лат. cohors) когорта;
3 войско, армия Diod.;
4 толпа (τῶν οἰμωξομένων Luc.);
5 муз. строй, лад (τὰ Φρύγια συντάγματα Arst.);
6 класс населения (συντάγματα τῆς πολιτείας τρία Diod.);
7 сочинение, книга Diod., Plut.;
8 подать, побор Aeschin.;
9 положение, учение (τὰ συντάγματα, sc. τῶν Πυθαγορικῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σύνταγμα: τό, τὸ ὁμοῦ συντεταγμένον, εἰς τάξιν τεθειμένον: 1) σῶμα στρατιωτῶν, ἐν τάξει παρατεταγμένων, τὸ σ. τῶν συμμάχων, ἡ παρατεταγμένη δύναμις αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 2, πρβλ. 5. 2, 20, Ἀγησ. 1, 7· σ. ἱππέων, σῶμα ἢ ἴλη ἱππέων, Πολύβ. 9. 3, 9· τὸ σ. τῶν πεζῶν, τὸ παρὰ Ρωμαίοις cohors, ὁ αὐτ. 11. 23, 1· ― μάχαι αἱ κατὰ τὸ σ., τακτικαί, ἐκ παρατάξεως μάχαι, Ἔφορ. παρὰ Στράβ. 480· ― μεταφ., σ. τῶν οἰμωξομένων, ὁλόκληρος στρατιὰ αὐτῶν, Λουκ. Τίμ. 58. 2) τὸ σύνταγμα πολιτείας τινός, σ. πολιτείας, εἶδος πολιτεύματος, Ἰσοκρ. 145Β, 264C· τὸ Λακωνικὸν κατάστημα καὶ σ. Πολύβ. 6. 50, 2· σ. τῆς πολιτείας τρία, τρεῖς τάξεις ἀνθρώπων ἐν τῇ πολιτείᾳ, Διόδ. 1. 74. 3) ἐν τῇ μουσικῇ, ἦχος, ἁρμονία, συντάγματα τὰ μὲν Δώρια τὰ δὲ Φρύγια καλοῦσιν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 7· μουσικῷ σ. Συλλ. Ἐπιγραφ 2722, πρβλ. ἁρμονία IV. 3. 4) σύγγραμμα, βιβλίον, Διόδ. 1. 3, Πλούτ. 2. 1036C, κτλ.· ― διδασκαλία, ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 22. 5) = σύνταξις ΙΙ. 3, Αἰσχίν. 67. 16.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνταγμα Α συντάσσω
νεοελλ.
1. ο καταστατικός χάρτης μιας χώρας, που καθορίζει την πολιτειακή μορφή του κράτους, τις αρμοδιότητες και τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τών εξουσιών τους καθώς και τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τών πολιτών
2. στρ. α) οργανική στρατιωτική μονάδα, η ανώτερη από τις μικρές μονάδες, με δύναμη 3.000 περίπου ανδρών που αποτελείται από ορισμένο αριθμό ταγμάτων, ιλών ή πυροβολαρχιών
β) συνεκδ. ο τόπος όπου στρατοπεδεύει η παραπάνω στρατιωτική μονάδα
3. αρχαιολ. σύνολο αγαλμάτων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο και πάνω σε κοινή βάση
4. συλλογή ιστορικών ή άλλων μνημείων μεθοδικά ταξινομημένων («σύνταγμα θείων και ιερών κανόνων» — συλλογή τών πηγών του κανονικού δικαίου της ορθόδοξης ανατολικής Εκκλησίας)
5. γλωσσ. λειτουργική ομάδα της γλώσσας η οποία συγκροτείται με τη σύναψη λέξεων προκειμένου να σχηματιστούν μεγαλύτερα κομμάτια λόγου, δηλαδή προτάσεις, φράσεις, λ.χ. στη φρ. το παιδί παίζει στον κήπο σύνταγμα αποτελεί ο συνδυασμός του άρθρου και του ονόματος το + παιδί, καθώς και ο συνδυασμός της ονοματικής φρ. και του ρήματος το παιδί + παίζει
6. ως κύριο όν. το Συντανμα
(στην Αθήνα) η φερώνυμη πλατεία και η γύρω από αυτήν περιοχή
αρχ.
1. α) σώμα στρατιωτών παρατεταγμένων με τάξη, παρατεταγμένη στρατιωτική δύναμη («τὸ σύνταγμα τῶν συμμάχων», Ξεν.)
2. διπλή τάξη ή τάγμα στρατιωτών
3. το σύνολο τών νόμων, η νομοθεσίαοὔτε ἐστὶν οὔτε γέγονεν οὐδὲν αἱρετώτερον τοῦ Λακωνικοῦ καταστήματος καὶ συντάγματος», Πολ.)
4. τάξη ανθρώπων, κοινωνική τάξη
5. συλλογή συγγραμμάτων με συγγενικό περιεχόμενο
6. (γενικά) σύγγραμμα, βιβλίο
7. το βασικό μέρος επιστήμης ή της διδασκαλίας κάποιου
8. υποχρεωτική συνδρομή, συνεισφορά («ὡς ἥκοι ἐκ Πελοποννήσου νεωστὶ σύνταγμα συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον», Αισχίν.)
9. συμφωνία
10. μουσ. συμφωνία μουσικών φθόγγων, αρμονία
11. γραμμ. η λέξη ως συντακτικό στοιχείο σε μία γραμματική δομή
12. δήλωση, διακήρυξη
13. μτφ. πλήθος ανθρώπων, συρφετός («Βλεψίας ἐκεῖνος καὶ Λάχης καὶ Γνίφων καὶ ὅλως τὸ σύνταγμα τῶν οἰμωξομένων», Λουκιαν.)
14. φρ. α) «τὸ σύνταγμα τῶν συμμάχων» — η παρατεταγμένη στρατιωτική δύναμη τών συμμάχων (Ξεν.)
β) «σύνταγμα πεζῶν» — στρατιωτική μονάδα του πεζικού (Πολ.)
γ) «σύνταγμα ἱππέων» — στρατιωτική μονάδα του ιππικού (Πολ.).

Greek Monotonic

σύνταγμα: τό, αυτό που έχει τοποθετηθεί μαζί σε τάξη, σε σειρά·
1. στρατιωτικό σώμα, παρατεταγμένη στρατιωτική δύναμη, ίλη ιππικού, η τακτική, δηλ. η κατά παράταξη, μάχη, σε Ξεν.
2. συνταγματικός χάρτης μιας πολιτείας· σύνταγμα πολιτείας, είδος πολιτεύμταος, σε Ισοκρ.
3. μουσική κλίμακα, ήχος, αρμονία, σε Αριστ.
4. συλλογή γραπτών κειμένων, σύγγραμμα, βιβλίο ή διδασκαλία, σε Πλούτ.
5. = σύνταξις II. 3, σε Αισχίν.

Middle Liddell

σύνταγμα, ατος, τό,
that which is put together in order:
1. a body of troops, squadron, contingent, Xen.
2. the constitution of a state, ς. πολιτείας a form of constitution, Isocr.
3. an arrangement of musical notes, Arist.
4. a regular collection of writings, a work, book, doctrine, Plut.
5. = σύνταξις II. 3, Aeschin.

English (Woodhouse)

assessment, amount fixed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό συντάσσω → σύν + τάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.