κράδος

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,
A blight in fig trees, etc., which blackens the boughs, Thphr.HP4.14.4.
II = κράδη 1, v.l. for κλάδοις in Dsc.1.128.

German (Pape)

ἡ, = κράδη. Bes. eine Krankheit der Feigenbäume, auch der Eichen und Platanen, wenn die Zweige schwarz werden und verdorren, Theophr.; die kranken Zweige selbst, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κράδος: ᾰ, ὁ, νόσος τις φθοροποιὸς τῶν συκῶν, κλ., ἥτις μελανίζει τοὺς κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 4· ἴδε κράδη ΙΙ. ΙΙ. = κράδη Ι, κλάδος, Διοσκ. 1. 133 (Sprengel κράδη).

Greek Monolingual

κράδος, ὁ (Α)
1. νόσος τών φυτών, και ιδίως της συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῖται δὲ σφακελισμὸς μέν, ὅταν αἱ ῥίζαι μελανθῶσι
κράδος δέ, ὅταν οἱ κλάδοι», Θεόφρ.)
2. κλάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κράδη, μτγν. και σπάνιος].