κράνεον: ἢ -ιον, τό, ὁ καρπὸς τῆς κρανείας, τὸ «κράνον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1., 4. 4, 5· κράνεια οὕτως ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6.
κράνεον, τὸ (Α)βλ. κράνειον.