κράνεια

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰ́νειᾰ Medium diacritics: κράνεια Low diacritics: κράνεια Capitals: ΚΡΑΝΕΙΑ
Transliteration A: kráneia Transliteration B: kraneia Transliteration C: kraneia Beta Code: kra/neia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (κράνον) Cornelian cherry, Cornus mas, κ. τανύφλοιος Il.16.767; ἁψάμενον βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψήλοιο κ. Demetr. Troez. 1; καρπὸς κρανείης, as food for swine, Od.10.242; ἰσχυρότατον ἡ κ. Thphr. HP 5.6.4; τόξον κρανείας of cherry-wood, E.Fr.785; ῥάβδος κρανείας Ael.NA1.23, 12.43; κρανείας τάλαντον of cornel-wood, IG11(2).161 A 104 (Delos, iii B. C.); κράνεια alone, = spear, AP6.123 (Anyte): —also κρανία, Hp.Mochl.42 (gen. -ίης), Dsc.1.119, Gal.12.41, Arr. An.2.3.7; κρᾰνέα, Gp.10.87.4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cornouiller, arbre.
Étymologie: cf. κέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράνεια -ας, ἡ, Ion. κράνειη, kornoelje (boom); overdr. speer:. κράνεια βροτοκτόνε speer, moordenaar van mensen AP 6.123.1.

German (Pape)

ἡ, ion. κρανείη, = κράνον, Hartriegel, Kornelkirschenbaum; φηγόν τε μελίην τε τανύφλοιόν τε κράνειαν Il. 16.767; καρπόν τε κρανείης, ἔδμεναι, Schweinefutter, Od. 10.242; Theophr. und Sp. – Der aus dem Holze des Hartriegels gemachte Lanzenschaft, die Lanze, ἕσταθι τῇδε κράνεια βροτοκτόνε Anyt. 1 (VI.123). – Vgl. über die verschiedenen Formen des Wortes Lobeck Parall. 339.

Russian (Dvoretsky)

κράνεια: (ρᾰ), эп.-ион. κρᾰνείη ἡ
1 дерево кизил (τανύφλοιος Hom.);
2 кизиловое копье Plut., Anth.

English (Autenrieth)

cornel-tree, Il. 16.767, Od. 10.242.

Greek Monolingual

η (Α κράνεια) βλ. κρανιά.

Greek Monotonic

κράνειᾰ: [ᾰ], ἡ (κράνον), κρανιά (το δέντρο), Λατ. cornus, το ξύλο της χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή βελών και τόξων, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

κράνειᾰ: ᾰ, ἡ, (κράνον), τὸ δένδρον «κρανειά», Λατ. cornus mascula L., τανύφλοιος Ἰλ. Π. 767· ὁ καρπὸς αὐτῆς ἐχρησίμευεν εἰς τροφὴν τῶν χοίρων, Ὀδ. Κ. 242· τὸ σκληρὸν ἅμα καὶ ἐλαστικὸν αὐτῆς ξύλον ἐχρησίμευεν εἰς κατασκευὴν δοράτων καὶ τόξων (πρβλ. κρανέϊνος)· καὶ ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 782, Ἀνθ. Π. 6. 123, κράνεια, σημαίνει αὐτὸ τὸ δόρυ. ― Ὡσαύτως κρᾰνία Ἱππ. Μοχλ. 868, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 4· κρανέα Γεωπ. 10. 87, 4.

Middle Liddell

κρᾰ́νεια, ης, ἡ, κράνον
the cornel-tree, dog-wood, Lat. cornus, its wood was used for shafts and bows, Hom.