[ᾰ], η, ον, = κρανέϊνος, τόξα Paus.1.21.5.
κράνῐνος: -η, -ον, = κρανέϊνος, τόξα Παυσ. 1. 21, 5.
κράνινος, -ίνη, -ον (Α)βλ. κρανέινος.
= κρανέϊνος, Paus. 1.21.5.