κρανέϊνος
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
English (LSJ)
η, ον, made of the wood of κράνεια, τόξα Hdt.7.92; παλτόν X.HG3.4.14, cf. Cyr.7.1.2; ξυστά Arr. An.1.15.5, etc.—Freq. written κρανάϊνος (q.v.).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui est en bois de cornouiller.
Étymologie: κράνεια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρανέϊνος -η -ον, Ion. κρανάϊνος [κράνεια] van kornoeljehout.
German (Pape)
von Hartriegel gemacht; ἀκόντιον H.h. Herc. 460 [wo ι des Verses wegen lang ist]; τόξα Her. 7.92; παλτόν Xen. Hell. 3.4.14, öfter; ξυστά Arr. An. 1.15.7, und andere Spätere; s. κρανάϊνος.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰνέϊνος: сделанный из кизиловой древесины, кизиловый (ἀκόντιον HH; τόξα Her.; παλτόν Xen.).
Greek Monolingual
-η, -ο και κρανένιος, -α, -ο (AM κρανέινος, -ΐνη, -ον, Α και κρανάϊνος, -ΐνη, -ον και κράνινος, -ίνη, -ον)
κατασκευασμένος από ξύλο κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. οστέινος, στυππέινος). Ο τ. κρανάινος κατά το πρότυπο παραγώγων όπως το ελά-ινος].
Greek Monotonic
κρᾰνέϊνος: -η, -ον (κράνον), φτιαγμένος από ξύλο κρανιάς, Λατ. corneus, τόξα, σε Ηρόδ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰνέϊνος: -η, -ον, (κράνον), πεποιημένος ἐκ ξύλου κρανείας, ἀκόντιον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 460· τόξα Ἡρόδ. 7. 92· παλτὸν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 14., 7. 1, 2· ξυστὰ Ἀρρ. Ἀν. 1. 15, 5, κτλ.· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου spicula cornea· ― ἡμαρτημένως φέρεται κρανάϊνος, ἐν Ἀντιγράφ. Ἱπποκρ. 771H, Ξεν. Ἱππ. 12. 12, Στράβ., κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 262.