κρανέινος
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek Monolingual
-η, -ο και κρανένιος, -α, -ο (AM κρανέινος, -ΐνη, -ον, Α και κρανάϊνος, -ΐνη, -ον και κράνινος, -ίνη, -ον)
κατασκευασμένος από ξύλο κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. οστέινος, στυππέινος). Ο τ. κρανάινος κατά το πρότυπο παραγώγων όπως το ελά-ινος].
Middle Liddell
κρᾰνέϊνος, η, ον κράνον
made of cornel-wood, Lat. corneus, τόξα Hdt., Xen.