κρήινον

Greek Monolingual

κρήϊνον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) τόπος όπου φυλάγονταν τα τρόφιμα, κελάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, αντί κρέϊνον (< κρέας + επίθημα -ινον), βλ. και κρήιον / κρείον].