κραγός

English (LSJ)

οῦ, ὁ, bawling, Com. formation in the phrase κραγὸν κεκράξεται (cf. βάδον βαδίζεται) Ar.Eq.487, cf. Hsch.:—on the accent v. Hdn.Gr.2.20.

Greek Monolingual

κραγός, ὁ (Α)
δυνατή φωνή, κραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραγ- του κράζω (πρβλ. αόρ. β' -κραγ-ον) + κατάλ. -ός].

German (Pape)

subst. vgl. Schol. Ar. Eq. 485 und die alten Gramm., wie Arcad. 47.4. Vgl. κραγόν.