κραμβίον

English (LSJ)

τό, decoction of cabbage, Hp.Mul.1.63, 2.121, Gal.19.114: Sicel for κώνειον, Erot., Hsch.:—written κραμβειν, POxy.1479.10 (i B. C.).

Greek Monolingual

κραμβίον, τὸ (AM, Μ και κραμβίν)
βλ. κραμπί.

German (Pape)

τό, dim. von κράμβη, Sp.; auch = κραμβεῖον, v.l.