κραμπί

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

το (AM) κραμβίον, Μ και κραμβίν)
το φυτό κράμβη
αρχ.
το αφέψημα της κράμβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κραμβί(ο)ν < κράμβη + υποκορ. κάταλ. -ί(ο)ν. Από τον μσν. τ. κραμβίν προήλθε ο νεοελλ. τ. κραμπί με τροπή του -μβ- σε -μπ- (κλειστοποίηση)
πρβλ. εμβαίνω > μπαίνω].