κρανιογραφία

Greek Monolingual

η ανθρωπολ.
γραφική αναπαράσταση της μορφής του κρανίου με τις σχέσεις τών γωνιών του και τών ανθρωπομετρικών του σημείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniographie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -graphie (< λατ. -graphia < -γραφία < -γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].