Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κρανιόμετρο
Greek Monolingual
το ανθρωπολ. όργανο που χρησιμοποιείται για μέτρηση τών διαφόρων διαμέτρων του κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniometre<crani(o)- (< μσν. λατ. cranium<κρανίον) + -metre (<μέτρον)].