κρανιόμετρο

Greek Monolingual

το
ανθρωπολ. όργανο που χρησιμοποιείται για μέτρηση τών διαφόρων διαμέτρων του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniometre < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -metre (< μέτρον)].