κρασοσφούγγαρο
Greek Monolingual
το
1. σφουγγάρι με το οποίο καθαρίζονται τα κρασιά που έχουν χυθεί σε τραπέζι
2. μτφ. άτομο ανθεκτικό στο πολύ κρασί, κρασοπατέρας.
το
1. σφουγγάρι με το οποίο καθαρίζονται τα κρασιά που έχουν χυθεί σε τραπέζι
2. μτφ. άτομο ανθεκτικό στο πολύ κρασί, κρασοπατέρας.