κραταίωμα
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίωμα: τό, ἰσχύς, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΜΒ΄, 2), Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κραταίωμα, τὸ (AM κραταιώ
ενδυνάμωση, ενίσχυση, στήριγμα, δύναμη («σὺ εἶ ὁ θεὸς κραταίωμά μου», ΠΔ).
German (Pape)
τό, das Befestigte, die Festigkeit, LXX, K.S.