ενδυνάμωση

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

η
1. ενίσχυση, δυνάμωμαενδυνάμωση οργανισμού»)
2. η εμφάνιση φωτοτύπου που παρουσιάζει ατελή εικόνα με χημικά μέσα για να γίνει ζωηρότερο.

Translations

strengthening

Armenian: ամրապնդում; Bulgarian: усилване; Dutch: versterking; Greek: δυνάμωση, ενδυνάμωση, δυνάμωμα; Ancient Greek: δυνάμωσις, ἐνδυναμία, ἐνδυνάμωσις, ἐνίσχυσις, ἐπίρρωσις, ἰσχυροποίησις, κράτησις, ῥῶσις; Italian: potenziamento, rafforzamento; Norwegian Bokmål: forsterkning; Nynorsk: forsterkning; Polish: wzmacniająca; Spanish: reforzamiento, refuerzo, fortalecimiento