κραυγαστικός

English (LSJ)

κραυγαστική, κραυγαστικόν, vociferous, Procl.Par.Ptol.230, Sch.Il. 1.575; τὸ κ. Sch.Ar.Pax1078. Adv. κραυγαστικῶς Sch.Ar.Eq.485.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ κραυγάζῃ, «φωνακλᾶς», κραυγαστικούς, πλήκτας, προπετεῖς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 230, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 575, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 485.

Greek Monolingual

κραυγαστικός, -ή, -όν (Α) κραυγάζω
1. αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κραυγαστικόν
η ιδιότητα εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, του φωνακλά.

German (Pape)

gern schreiend; Schol. Il. 1.575 und Sp.
• Adv., Schol. Ar. Eq. 485.