κρεατοελιά

Greek Monolingual

η
περιγεγραμμένη υποστρόγγυλη θηλωματώδης υπερπλασία της επιδερμίδας με σημεία υπερκερατώσεως, η ακροχορδόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + ελιά].