κρειττόομαι
English (LSJ)
Pass., of the vine, to be diseased, have excrescences, Thphr. HP 4.14.6, CP5.9.13:—Subst. κρείττωσις, εως, ἡ, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
κρειττόομαι: ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, πάσχω ἐκ κρειττώσεως, δηλ. βλαστάνω παρὰ φύσιν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 6, Αἰτ. Φ. 5. 9, 13· ἐντεῦθεν οὐσιαστ. κρείττωσις, εως, ἡ, νόσος ἀμπέλου, ἡ παρὰ φύσιν βλάστησις, ἧς ἕνεκα ἀτροφοῦσι καὶ ἀπορρέουσιν αἱ ῥᾶγες, αὐτόθι.
German (Pape)
vom Weinstock, an Auswüchsen kranken, Theophr.