κρεκτός
English (LSJ)
κρεκτή, κρεκτόν, struck so as to sound, of stringed instruments: generally, played, sung, νόμος A.Ch.822 (lyr.), cf. S.Fr.463.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui retentit des coups de l'archet.
Étymologie: adj. verb. de κρέκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεκτός -ή -όν [κρέκω] getokkeld.
German (Pape)
geschlagen, bes. von Saiteninstrumenten, mit dem Plektrum gespielt, Aesch. Ch. 809.
Russian (Dvoretsky)
κρεκτός: сыгранный на лире (νόμος Aesch.).
Greek Monolingual
κρεκτός, -ή, -όν (Α) κρέκω
(για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που κρούεται με πλήκτρο.
Greek Monotonic
κρεκτός: -ή, -όν, χτυπημένος, παλλόμενος έτσι ώστε να ακούγεται, λέγεται για τα έγχορδα όργανα· γενικά, τραγουδισμένος, εκτελεσμένος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κρεκτός: -ή, -όν, πληττόμενος ἢ κρουόμενος πρὸς ἤχησιν, κρουστός, ἐπὶ ἐγχόρδων ὀργάνων τῷ πλήκτρῳ κρουομένων· καθόλου, παιζόμενος, ψαλλόμενος, Αἰσχύλ. Χο. 822· πρβλ. θρεκτός.
Middle Liddell
κρεκτός, ή, όν
struck so as to sound, of stringed instruments: generally, played, sung, Aesch. [from κρέκω