πλήκτρο

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

το / πλῆκτρον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πλᾱκτρον, Α
1. μεταλλικό, ελεφάντινο ή από άλλη ύλη όργανο με το οποίο πλήττει, χτυπάει ο μουσικός τις χορδές έγχορδου οργάνου, πέννα (α. «το πλήκτρο του τυμπανου» β. «τὰν καλλίφθογγον κιθάραν ἐλαύνων πλήκτρῳ χρυσέῳ», Ευρ.)
2. ζωολ. το ισχυρό οστέινο νύχι του κόκορα και άλλων πτηνών, που καλύπτεται από κερατίνη και εκφύεται από το ταρσομεταρσικό οστό («γένη δ' ἔνια τῶν ὀρνίθων ἔχει καὶ πλῆκτρα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. βοτ. όργανα με μορφή πλήκτρου που εκφύονται στο εσωτερικό ορισμένων πετάλων
2. καθένα από τα μικρά κομμάτια από ελεφαντόδοντο, έβενο ή άλλο υλικό που αποτελούν το πληκτρολόγιο οργάνου («τα πλήκτρα του πιάνου»)
3. ιατρ. σημείο που αποκαλύπτει την ύπαρξη επιφανειακού πνευμονικού σπηλαίου
αρχ.
1. κάθε αντικείμενο με το οποίο πλήττει, χτυπάει κανείς, όπως είναι το δόρυ, το μαστίγιο κ.ά. («δορὸς διχόστομον πλῆκτρον», Σοφ.)
2. το κεντρί της μέλισσας
3. το κεντρί, το τέλσο της καραβίδας
4. το μέρος της κεφαλής του μηρού, με το οποίο πλησιάζει την κοτύλη
5. ανάλογο οστό τών ζώων που βρίσκεται στα σφυρά
6. κοντάρι για να σπρώχνει κανείς τη βάρκα προς τα εμπρός ή να τήν προσορμίζει
7. η βουκέντρα
8. κοντάρι με αγκίστρι στην άκρη
9. μτφ. η οξεία ή επιθετική γλώσσα
10. φρ. «πλῆκτρον πυρὸς κερανίου» — χτύπημα από κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω + επίθημα -τρον (πρβλ. σφάκτρον, χάρακτρον)].