κρεουργηδόν
English (LSJ)
Adv. like a butcher, in pieces, τοὺς ἄνδρας κ. διασπᾶν Hdt. 3.13 (Ion. κρεοργ-).
French (Bailly abrégé)
adv.
par morceaux en parl. de chair, de viande.
Étymologie: κρεουργέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεουργηδόν, Ion. κρεοργηδόν [κρεουργός] adv., in stukken.
German (Pape)
in Kochstücken, stückweise, διασπάσας Her. 3.13.
Russian (Dvoretsky)
κρεουργηδόν: adv. на куски, в куски (διασπᾶν τινα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργηδόν: ὡς κρεουργός, εἰς τεμάχια, τοὺς ἄνδρας κρ. διασπᾶν Ἡρόδ. 3. 13.
Greek Monolingual
κρεουργηδόν (Α)
επίρρ. κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργός + επιρρμ. κατάλ. του τρόπου -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν, φαλαγγηδόν)].
Greek Monotonic
κρεουργηδόν: επίρρ., όπως σφαγέας, σε κομμάτια, σε Ηρόδ.