κριανός

German (Pape)

[Seite 1508] im Zeichen des Widders, κριός, geboren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑανός: -ή, -όν, (κριὸς) γεννηθεὶς ὑπὸ τὸ ζῴδιον τοῦ Κριοῦ, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 55.

Greek Monolingual

κριανός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στο ζώδιο του Κριού, αυτός που γεννήθηκε κάτω από το ζώδιο του Κριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κριός + κατάλ. -ανός (πρβλ. σκορπιανός)].