κρισιμότητα

Greek Monolingual

η
1. το να βρίσκεται κάποιος ή το να είναι κάτι σε κρίσιμη κατάσταση («η κρισιμότητα της σχέσης τους έχει γίνει απ' όλους αντιληπτή»)
2. η σοβαρότητα ενός πράγματος ή ενός γεγονότος («η κρισιμότητα τών προσεχών εκλογών είναι αναμφισβήτητη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίσιμος. Η λ., στον λόγιο τ. κρισιμότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].